ινδοκινεζικός

ινδοκινεζικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδοκίνα
2. αυτός που έχει ινδική και κινεζική προέλευση, αυτός που ανήκει στις μογγολικές φυλές τής Ινδίας, ο ινδοσινικός
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία και στην Κίνα ή στους Ινδούς και στους Κινέζους ταυτόχρονα («ινδοκινεζική διαφορά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ινδοκινεζικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδοκίνα. 2. που είναι ινδικής και μαζί κινεζικής προέλευσης, που ανήκει στις μογγολικές φυλές της Ινδίας, ο ινδοσινικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινδοσινικός — ή, ό ο ινδοκινεζικός* …   Dictionary of Greek

  • ινδοσινικός, -ή — ινδοσινικός, ή, ό ινδοκινεζικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”